πεπτικοί

πεπτικοί
πεπτικός
able to digest
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεπτικός — ή, ό / πεπτικός, ή, όν, ΝΑ [πεπτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέψη, στην χώνευση 2. αυτός που διευκολύνει ή επιταχύνει την πέψη, χωνευτικός («πεπτικές ουσίες») νεοελλ. φρ. α) «πεπτικό σύστημα τού ανθρώπου» ανατ. οργανικό σύστημα το… …   Dictionary of Greek

  • αισθητικές κεραίες — Κορυνοειδείς αποφυάδες που βρίσκονται επάνω στην επιφάνεια των φύλλων διαφόρων φυτών. Οι α.κ. έχουν δεσμίδες παρόμοιες με αγγεία και λειτουργούν ως πεπτικοί αδένες και ως αισθητήρια όργανα των φυτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”